μεταμφιέζω — μεταμφιέζω, μεταμφίεσα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μεταμφιέζω : συνηθίζονται κυρίως οι τύποι της παθητικής φωνής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
μεταμφιέζω — μεταμφίεσα, μεταμφιέστηκα, μεταμφιεσμένος, αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκαρεύω: Ο δραπέτης μεταμφιέστηκε σε γυναίκα για να ξεγελάσει την αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεταμφίεστος — η, ο [μεταμφιέζω] 1. αυτός που δεν μεταμφιέστηκε ή δεν μπορεί να μεταμφιεστεί, αμασκάρευτος 2. αυτός που δεν μπορεί να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο, πρόδηλος, ολοφάνερος … Dictionary of Greek
καμουφλάρω — και καμουφλαρίζω 1. παραλλάσσω την εξωτερική εμφάνιση ενός χώρου ή αντικειμένου για απόκρυψή του από τον εχθρό, παραλλάσσω 2. μεταμφιέζω, αποκρύπτω, μεταμορφώνω εξωτερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camoufl er + κατάλ. άρω (πρβλ. σκορ άρω, φιγουρ άρω)] … Dictionary of Greek
μασκαρεύω — και μασκαρεύγω [μασκαράς (I)] 1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω 2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω 3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι α) ατιμάζομαι β) αστειεύομαι, περιπαίζω … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταμορφίζω — (Μ μεταμορφίζω) μεταμορφώνω, μεταβάλλω, αλλάζω κάτι νεοελλ. μέσ. μεταμορφίζομαι προσποιούμαι τον ανίδεο μσν. μεταμφιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μορφίζω «δίνω μορφή»] … Dictionary of Greek
μεταμφίεση — η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) [μεταμφιέζω] αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή τής εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα … Dictionary of Greek
μεταμφιάζω — (ΑM) βλ. μεταμφιέζω … Dictionary of Greek
μεταμφιέννυμι — και μεταμφιεννύω (ΑΜ) μεταμφιέζω αρχ. μέσ. μεταμφιέννυμαι και μεταμφιεννύομαι α) ανταλλάσσω ενδύματα με κάποιον («κυνῶν μεταμφιέσασθαι βίον», Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀμφιέννυμι «ντύνομαι»] … Dictionary of Greek